9 Μαΐου, Ημέρα της Ευρώπης – Πως έγινα φιλοευρωπαϊστής
Στις 9 Μαΐου γιορτάζεται η Ημέρα της Ευρώπης. Μια φαινομενικά ασήμαντη διακήρυξη, αυτή του Ρομπέρ Σούμαν στις 9 Μαίου το 1950, που πρότεινε την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού οργάνου που θα διαχειριζόταν κεντρικά την παραγωγή άνθρακα και χάλυβα, ήταν η αρχή μιας μεγάλης πορείας που κατέληξε στην Ενωμένη Ευρώπη των 27.
Αυτή η επέτειος λοιπόν γιορτάζεται, αλλά μάλλον περνάει απαρατήρητη, εκτός από κάποιες χώρες όπως το Λουξεμβούργο, όπου αποτελεί επίσημη αργία. Τα περισσότερα κόμματα και οι ψηφοφόροι τους, δηλώνουν στην χώρα μας φιλοευρωπαϊστές, χωρίς να εξηγούν το γιατί. Όμως δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Υπήρξαν πολλές στιγμές που φλερτάραμε με τον ευρωσκεπτικισμό και τον αντιευρωπαϊσμό, υπήρξαν και στιγμές που νιώσαμε υπερήφανα “πολίτες της Ευρώπης”. Αλλά θα προσπαθήσω να μιλήσω με βάση τα προσωπικά μου βιώματα και για το πως ως Έλληνας, προσπαθούσα να συμφιλιωθώ με την Ευρωπαϊκή ιδέα στην εξέλιξη της.
Γεννήθηκα λίγο πριν την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ την 1η Ιανουαρίου 1981, οπότε αποτελώ “παιδί της Ευρώπης”. Αλλά αυτό δεν ήταν αναγκαίο ότι θα συμβεί. Ο πολιτικός χώρος στον οποίον ανήκαν οι γονείς μου, εναντιώθηκε στην ένταξη στην ΕΟΚ, κάνοντας σημαία του το σύνθημα “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”. Ήταν μια φυσική συνέπεια του πιο “πιασάρικου” συνθήματος “Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες”, που ωθούσε σε μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και σε μια εσωτερική πολιτική χωρίς κηδεμόνες. Η ένταξη στην ΕΟΚ ήταν κάτι που δεν αμφισβήτησε τελικά το ΠΑΣΟΚ, όταν πανηγυρικά ήρθε στην εξουσία λίγους μήνες μετά. Όμως πήρε καιρό στους αντιιμπεριαλιστές πολιτικούς της εποχής, να συμφιλιωθούν με την Ευρωπαϊκή ιδέα, που ήταν ταυτισμένη στο μυαλό τους, ως κάτι που φτιάχτηκε από τις ελίτ της Ευρώπης σαν αντίβαρο στον “εξ Ανατολάς κίνδυνο του κομμουνισμού”, εξίσου ύποπτο με το ΝΑΤΟ.
Όμως, όπως πολλά “παιδιά της Ευρώπης”, τελικά κατέληξα φιλοευρωπαϊστής.
Το πρώτο επιχείρημα, μου δόθηκε με την υιοθέτηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Καταγόμενος από την πλευρά του πατέρα μου από οικογένεια αγροτών, έζησα μέσα από διηγήσεις συγγενών πρώτου και δεύτερου βαθμού, την ανέχεια των αγροτικών πληθυσμών, που τους ανάγκαζε να μεταναστεύσουν στον Βορρά της Ευρώπης, ως gastarbeiter συνήθως, ή ως εσωτερικοί μετανάστες στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, που θέριευαν και απειλούσαν να καταπιούν όλη την επαρχία. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, έδωσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στον αγρότη, την δυνατότητα όχι απλά να ζει ως αποτέλεσμα των κόπων του, αλλά να μπορεί να ξοδέψει το περίσσευμα του, τόσο σε επενδύσεις που αύξαναν την παραγωγικότητα και μείωναν τον κόπο του, αλλά ακόμη και σε πολυτέλειες μέχρι τότε, όπως ένα φροντισμένο σπίτι ή ένα καλό αυτοκίνητο. Αλλά το σημαντικότερο – περιόρισαν την αστυφιλία και την εγκατάλειψη της υπαίθρου. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, έγιναν της μόδας οι θεωρίες περί “κέντρου και περιφέρειας” του Σαμίρ Αμίν. Η κεντρική ιδέα ήταν πως η καπιταλιστική μητρόπολη κατείχε τα κλειδιά της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων και πολεμικών εξοπλισμών, ενώ η περιφέρεια – όπου εντασσόταν και η Ελλάδα – περιορίζονταν από το διεθνές σύστημα στην παραγωγή προϊόντων του πρωτογενούς τομέα, κι ήταν απολύτως εξαρτημένη για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της για βιομηχανικά προϊόντα από τις ανεπτυγμένες, ιμπεριαλιστικές ή πρώην αποικιοκρατικές χώρες του Βορρά, κάτι που παρήγαγε ανισομέρεια και πολιτική κυριαρχία των δεύτερων στις πρώτες. Ήταν ακόμη μια παραλλαγή μαοϊκών ιδεών, αυτών δηλαδή που οργανισμοί όπως η ΕΟΚ ήταν ταγμένοι να αντιμετωπίσουν, στα μυαλά των αντιιμπεριαλιστών της εποχής. Κι όμως στην ΕΟΚ, ήταν που αυτές οι ιδέες βρήκαν ευήκοα ώτα ή τουλάχιστον διάθεση για επανόρθωση. Χρειάστηκε η απειλή του βέτο στην ένταξη της Ισπανίας και Πορτογαλίας στην ΕΟΚ από πλευράς ελληνικής κυβέρνησης, όμως τελικά τα επιχειρήματα της βρήκαν κατανόηση και έγιναν πολιτική, τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, που σκοπό είχαν να βοηθήσουν την βιομηχανική ανάπτυξη του Νότου και την οικονομική του σύγκλιση με τον Βορρά της Ευρώπης. Η χρήση τους από τις κυβερνήσεις του Νότου είναι αμφιλεγόμενη – στην περίπτωση της Ελλάδας υπήρξε έλλειψη προετοιμασίας, που οδήγησε μεγάλο μέρος των κονδυλίων των ΜΟΠ να ανακατευθυνθούν στο Α’ ΚΠΣ – αλλά η ΕΟΚ είχε απλώσει το χέρι της για να βοηθήσει τα νεαρά και λιγότερο ανεπτυγμένα μέλη της. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Στην συνέχεια τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα έγιναν Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και ΕΣΠΑ, κι η Ελλάδα γέμισε σε κάθε γωνιά της από κτίρια και δρόμους που έφεραν την ταμπέλα “Συγχρηματοδοτήθηκε από την ΕΟΚ” ή αργότερα “από την Ευρωπαϊκή Ένωση”. Τα μισά χρήματα προέρχονταν συνήθως από Ελληνικούς πόρους, κι όμως, αν δεν υπήρχε η παρέμβαση και ο προγραμματισμός της Ευρώπης και η ώθηση στην επένδυση, αυτό δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα συμβεί. Η Ευρώπη ανάγκασε τις ελληνικές κυβερνήσεις και τους δήμους να σκεφτούν μακροπρόθεσμα, να ομορφύνουν τις πόλεις, να δημιουργήσουν υποδομές, να προετοιμαστούν για το μέλλον. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Κάτι διαφορετικό, αλλά εξίσου ωφέλιμο, συνέβη και με τις επιδοτήσεις για νέους επαγγελματίες. Πολλοί θεωρητικά είχαν σπουδάσει επιστήμονες ή είχαν κάποια καλή επιχειρηματική ιδέα, αλλά πόσοι είχαν τους πόρους για να ξεκινήσουν την δική τους δουλειά; Τα ευρωπαϊκά προγράμματα τους έδωσαν την ευκαιρία να το κάνουν, τους επιδότησαν για τον εξοπλισμό και τα πρώτα έξοδα. Δεν πέτυχαν όλοι, πολλοί έκλεισαν τα γραφεία τους ή τα μαγαζιά τους με το που τελείωσε η επιδότηση, η πελατεία για να τα συντηρήσουν δεν βρέθηκε. Αλλά τουλάχιστον υπήρξε ισότητα στις ευκαιρίες, σε σχέση με τους πιο εύπορους συμπολίτες τους. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Ευρισκόμενος στο πανεπιστήμιο, ήρθα σε επαφή με τις ακροαριστερές ιδέες που κυριαρχούσαν σ’ αυτό, και ανακάλυπταν το διάολο στις λεπτομέρειες σε πανευρωπαϊκές συμφωνίες όπως της Μπολόνια, όπου σύμφωνα με τους φοιτητές, θα οδηγούσαν σε απαξίωση των πτυχίων μας. Η λύση που έβρισκαν μονίμως σε αυτό, και σε άλλα φοβερά που ετοίμαζαν οι ισχυροί για να μας καθυποτάξουν, ήταν η παρεμπόδιση της εκπαιδευτικής λειτουργίας, η κατάληψη. Θα περίμενε κανείς από αυτούς τους αντάρτες φοιτητές, ότι πολύ δύσκολα θα έβρισκαν εργασία στο “καπιταλιστικό τοπίο της Ελλάδας” ή πως οι ίδιοι θα αρνούνταν να ενταχτούν σε αυτό. Κι όμως, αφού έπαιρναν το πτυχίο τους, πολλοί συνέχιζαν στο διδακτορικό και καλούνταν να φέρουν σε πέρας καινοτόμα ευρωπαϊκά προγράμματα, άλλοι πάλι εκμεταλλεύονταν το δικαίωμα στην ελεύθερη μετακίνηση εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατέληγαν διακεκριμένοι ερευνητές ή εργαζόμενοι σε τεχνολογικά προηγμένες εταιρίες της Ευρώπης. Από τις καταλήψεις και την ήσσονα προσπάθεια, στην πρωτοπορία της επιστημονικής έρευνας και εφαρμογής – με την χορηγία της Ευρώπης. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Η πολιτική συζήτηση την δεκαετία του ‘90 περιστράφηκε γύρω από αν θέλουμε να ενταχτούμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ευρώ, και το πως θα γίνει αυτό εφικτό. Η λέξη “ευρωλιγούρηδες” φτιάχτηκε για να ειρωνευτεί όσους συμμερίζονταν αυτό το στόχο. Όμως το “θέλω να ενταχθώ στην Ευρώπη” κατέληξε να σημαίνει πολύ περισσότερα πράγματα. Βραχυπρόθεσμες οικονομικές θυσίες, για μακροπρόθεσμα γεωπολιτικά και οικονομικά οφέλη. Προσπάθεια εκσυγχρονισμού και ορθολογικής λειτουργίας των θεσμών. Διαφάνεια στους διαγωνισμούς και αξιοκρατία στις προσλήψεις. Μακροπρόθεσμες επενδύσεις. Πολιτισμένες συμπεριφορές. Το “δεν με νοιάζει η Ευρωπαϊκή πορεία” πάλι σήμαινε συνέχιση της πελατειακής λογικής. Επιμονή σε ξεπερασμένες πρακτικές, αντί για προσπάθεια συγχρονισμού με την εξέλιξη του κόσμου γύρω μας. Τσαμπουκάδες, ρουσφέτια, μερεμέτια, και άλλες λέξεις δανεισμένες από το Οθωμανικό λεξιλόγιο. Ο στόχος της ένταξης της Ελλάδας επετεύχθη τελικά, και τα πρώτα αποτελέσματα ήταν η σταθεροποίηση του νομίσματος, το τέλος του πληθωρισμού, η πτώση του κόστους δανεισμού, ένα κράτος που διόριζε αξιοκρατικά, με καλύτερες υποδομές και πιο γερές οικονομικές βάσεις, ένα κράτος που μπορούσε να τα βγάλει πέρα ακόμα και με κάτι σχεδόν αδύνατο για μια μικρή χώρα – την διεξαγωγή Ολυμπιακών Αγώνων. Κράτησε για λίγο, ίσα ίσα για να το χαρούμε, πριν το διαλύσουμε μόνοι μας. Να αισθανθούμε ξανά υπερήφανοι πως έχουμε την δύναμη να διορίσουμε το παιδί μας εκτός κανονισμών και ανεξαρτήτως προσόντων, και πως μπορούμε πια να επιδείξουμε τα βιομηχανικά προϊόντα του Βορρά, που προθύμως μας περείχαν οι όλο και αυξανόμενοι ντόπιοι μεταπωλητές τους, χωρίς όμως να αναπτύξουμε παράλληλα τις δικές μας εξαγωγές προς αυτόν, με τις ευνοϊκές προϋποθέσεις που μας παρείχε πλέον η Κοινή Αγορά. Αλλά αυτή η γιγάντια προσπάθεια σύγκλισης με την νοοτροπία της πιο ανεπτυγμένης Ευρώπης, άφησε παρακαταθήκες για το μέλλον. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Και αφού η πρόσδεση στην ανατολίτικη νοοτροπία και στα δανεικά που τροφοδοτούσαν τον μεταπρατισμό, επικράτησε πια οριστικά και αμετάκλητα, σχεδόν αναπόφευκτα ήρθαν τα Μνημόνια. Η υπόλοιπη Ευρώπη επεξεργάστηκε την ιδέα να μας διώξει από τους κόλπους της, εμείς πάλι να φύγουμε από μόνοι μας, τελικά γκρινιάζοντας κι αυτοί και εμείς, παραμείναμε, υπό τον όρο της υιοθέτησης μιας απόλυτα πατερναλιστικής οικονομικής πολιτικής. Υπέσκαψαν την καταναλωτική μας δυνατότητα και τους μισθούς μας, δημιούργησαν μαζική ανεργία, έστειλαν πολλά από τα καλύτερα μυαλά μας στο εξωτερικό προς αναζήτησή εργασίας; Σίγουρα ναι. Όμως η δουλειά πλέον, είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε στο δημόσιο δεν σου χαριζόταν, έπρεπε να κοπιάσεις, είτε για να πάρεις αρκετούς τίτλους σπουδών ώστε να έχεις τα τυπικά προσόντα για διορισμό στο δημόσιο, είτε να γίνεις αρκετά ικανός και ανθεκτικός ώστε να μπορέσεις να ανταποκριθείς στα καθήκοντα εξωστρεφών, καινοτόμων εταιριών, που γεννήθηκαν εν μέσω κρίσης. Ακόμη και ασήμαντες θέσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα σε πρόσφατες προκηρύξεις, βλέπεις να τις καταλαμβάνουν άνθρωποι με απίστευτα προσόντα για αυτές, δηλαδή όχι απλώς παραγωγικοί και έξυπνοι, αλλά παραπάνω κι από όσο μπορούσαμε να φανταστούμε, και από ότι είναι ίσως σε θέση να διαχειριστούν οι διευθυντές τους. Και ιδιωτικές επιχειρήσεις πάλι, να καταφέρνουν πολύ αξιόλογα πράγματα στον διεθνή ανταγωνισμό, σε σχέση με αυτά που είχαμε συνηθίσει στα χρόνια προ Μνημονίων, όταν κάλυπταν κυρίως τις εσωτερικές καταναλωτικές ανάγκες. Αυτό δηλαδή που θα έπρεπε να συμβαίνει εξ αρχής. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Όμως κάποιοι άλλοι διάλεξαν να φύγουν τελικά από την Ευρώπη, επικαλούμενοι την γραφειοκρατία της, την αδυναμία χάραξης απόλυτα ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής και τη μη δυνατότητα ελέγχου της μετανάστευσης. “Ποιος σας εξέλεξε κύριε Ρομπάι;” ήταν ένα βίντεο που διαδόθηκε ευρέως στα κοινωνικά δίκτυα, πριν αποφασίσει η Μεγάλη Βρετανία να φύγει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τώρα που έφυγε μαθαίνουμε τα αποτελέσματα. Οι εταιρίες του City να φεύγουν μαζικά προς άλλες χώρες. Τα διάσημα βρετανικά πανεπιστήμια να χάνουν μαζικά ευρωπαίους φοιτητές. Τα διάσημα βρετανικά συγκροτήματα να μην μπορούν να περιοδεύσουν στην Ευρώπη, εκτός κι αν έρθουν αντιμέτωπα με μια τεράστια γραφειοκρατία. Οι καινοτόμες βρετανικές εταιρίες τεχνολογίας να μην μπορούν να προσλάβουν τα καλύτερα ταλέντα για την θέση. Αλλά τουλάχιστον ο Πολωνός υδραυλικός δεν μπορεί να πάρει πλέον την θέση ενός Βρετανού. Ο υδραυλικός είναι μια χρήσιμη δουλειά, αλλά όχι κάποια που θα φέρει υπεραξία στην χώρα που τον φιλοξενεί όσο αυτή ενός κορυφαίου ερευνητή, καλλιτέχνη, επιστήμονα, χρηματοοικονομικού σύμβουλου, επαγγέλματα όπου η Μεγάλη Βρετανία στερείται δηλαδή πλέον τους καλύτερους από την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας ή δεν μπορεί να αναδείξει την αξία των δικών της πολιτών προς τα έξω. Η Βρετανία έγινε Μικρόμυαλη Ξανά. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Στα χρόνια μετά τα Μνημόνια βέβαια θα ακούσεις συζητήσεις στα κοινωνικά δίκτυα για αγγελίες για θέσεις εργασίας με μισθούς και συνθήκες εργασίας εξευτελιστικούς σε σχέση με τις προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζόμενου. Και θα σχολιάσει κάποιος ότι αυτό είναι η ελεύθερη αγορά, θες να δουλέψεις, άμα δεν θες θα βρεθεί κάποιος άλλος ή θα αλλάξει η αγγελία. Και συνήθως κάποιος θα βρεθεί να του απαντήσει ότι δεν ζούμε στο Μπανγκλαντές, αλλά στο ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, όπου ισχύει η απαγόρευση της παιδικής εργασίας, το οχτάωρο/πενθήμερο, η νομιμοποίηση των σωματείων, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο θεσμός της διαιτησίας, η επιθεώρηση εργασίας, ο κατώτατος μισθός, η απαγόρευση διακρίσεων στον χώρο εργασίας με βάση το φύλο/τη φυλή/το θρήσκευμα ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό, η απαγόρευση απόλυσης έγκυων γυναικών, η αναρρωτική άδεια και η αποζημίωση σε εργατικό ατύχημα, η επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης κτλ. Κι ότι έχουμε πολλά να κατοχυρώσουμε ακόμη, όπως επαγγέλματα σαν του ταχυμεταφορέα να ανήκουν στα βαρέα και ανθυγιεινά, ο κατώτατος μισθός να είναι τουλάχιστον μισθός διαβίωσης, η ίση αμοιβή για την ίδια εργασία, η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στην διοίκηση βιομηχανικών μονάδων, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Κάνουμε αυτή τη συζήτηση, γιατί όσο και να υποτιμήθηκε η αξία της εργασίας στην Ελλάδα, συνεχίζουμε να ζούμε στην Ευρώπη, όπου κάποια πράγματα θεωρούνται αυτονόητα και κατοχυρωμένα, κι αν δεν μπορείς να τα βρεις στην πατρίδα σου, θα τα βρεις σίγουρα αν μετακινηθείς σε κάποια άλλη χώρα της. Και κάποια άλλα πάλι ελπίζουμε να καθιερωθούν στο μέλλον. Στην Ευρώπη. Γιατί αυτά συμβαίνουν γενικά στην Ευρώπη, κι αν δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα, μας αγανακτεί, κι ίσως στο μέλλον μπορέσουμε να τα κατοχυρώσουμε, στη βάση ότι δεν είναι δυνατόν να διαφέρουμε από τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Στην επικαιρότητα τελευταία κυριάρχησαν τα ελληνοτουρκικά. Ήταν μια σταθερή επωδός των οπαδών της ένταξης στην Ευρώπη, ότι αυτή θα μας εξασφάλιζε απέναντι στον εξ ανατολών κίνδυνο. Την κρίσιμη ώρα, φάνηκε ότι μπορεί να παρέχει λεκτική στήριξη στα δίκαια μας, απειλή για επιβολή κυρώσεων εάν οι Τούρκοι συνεχίσουν τις προκλήσεις, αλλά όχι στρατιωτική υποστήριξη. Αλλά αυτό δεν είναι αδυναμία της Ευρώπης, είναι μια έκκληση για περισσότερη Ευρώπη, που θα αποτελεί πλέον εκτός από μια οικονομική ένωση και πολιτική ομοσπονδιοποίηση, και μια κοινή πατρίδα για όλους, με την δική της διπλωματική αλλά κυρίως στρατιωτική δύναμη, που θα είναι έτοιμη να απαντήσει σε οποιαδήποτε προσπάθεια επιβουλής της κυριαρχίας της. Δεν είναι το πρόβλημα η Ευρώπη, αλλά ότι ακόμη δεν ενοποιήθηκε επαρκώς. Κι αυτό με έκανε περισσότερο φιλοευρωπαϊστή.
Θα μπορούσα να αναφέρω και πολλά άλλα παραδείγματα, για το το πως έγινα τελικά φιλοευρωπαϊστής. Αλλά θα κλείσω αναφέροντας τους άξονες της δικής μου πολιτικής οικογένειας για την εξέλιξη της Ευρώπης – της οικογένειας που κάποτε είχε τις αμφιβολίες της, αλλά τελικά κατέληξε να είναι ίσως η πιο φιλοευρωπαϊκή από όλες. Όλοι θέλουμε να δούμε την Ευρώπη να αλλάζει. Όμως το Μανιφέστο για τις Ευρωεκλογές του 2019 των Σοσιαλδημοκρατών, καθόριζε κάποιους στόχους:
- Μια Ευρώπη Ισότητας και Δικαιοσύνης
- Μια Ευρώπη αλληλεγγύης για τους πολλούς, όχι για τους λίγους
- Μια βιώσιμη Ευρώπη που προστατεύει τον πλανήτη μας
- Μια ελεύθερη και δημοκρατική Ευρώπη
- Μια Ευρώπη φεμινιστική με ίσα δικαιώματα για όλους
- Μια προοδευτική Ευρώπη με πρόγραμμα για τους νέους
- Μια ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη που προωθεί έναν καλύτερο κόσμο
H βελανιδιά που φύτεψε ο Βίκτωρας Ουγκό στο αγγλικό νησάκι Γκέρνσεϊ το 1872, προσμένοντας, όταν ωριμάσει, να γεννηθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης, έχει πια γίνει υπεραιωνόβια. Μπορεί και να μην τις ζήσουμε όσο διαρκεί ο βίος μας. Αλλά με όλες τις ενστάσεις μας, τελικά οι περισσότεροι είμαστε φιλοευρωπαϊστές. Από το Καστελλόριζο μέχρι την Βαλτική, κι από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τα σύνορα με την Ρωσία.
Και μια μέρα, ίσως ξαναδούμε την Ευρώπη, και πούμε “αυτή είναι η πατρίδα μας”, εννοώντας το πλέον, όπως το εννοούμε για το ιδιαίτερο έθνος στο οποίο μεγαλώσαμε. Αυτή η μέρα είναι μπροστά μας, της αδερφοσύνης των ευρωπαϊκών λαών. Θα είναι η καλύτερη επέτειος της 9ης Μαΐου, Ημέρας της Ευρώπης, αρκεί να προχωρήσουμε αταλάντευτοι στον δρόμο μας. Που μας θέλει μόνο ενωμένους.
Δημοσιεύτηκε συντομευμένο στην Εφημερίδα “Γνώμη”