Αυτό που παλιά φάνταζε αδιανόητο, πλέον αποτελεί κομμάτι της ευρωπαϊκής πραγματικότητας: η αποχώρηση ενός κράτους-μέλους. Τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου, το Ην. Βασίλειο αποχωρεί και επίσημα από την Ε.Ε. Την Τετάρτη έλαβε χώρα και η τελευταία πράξη, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να επικυρώνει τη Συμφωνία Αποχώρησης, αποχαιρετώντας, μέσα σε ένα φορτισμένο κλίμα, τους Βρετανούς ευρωβουλευτές.
Βέβαια, το κεφάλαιο Brexit δεν τελειώνει εδώ. Κατά το τρέχον έτος το status με την Ε.Ε. θα παραμένει ως έχει έως ότου ολοκληρωθεί η μεταβατική περίοδος (μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου) όπου και θα διευθετηθούν (καλώς εχόντων των πραγμάτων) όλα τα επιμέρους ζητήματα (στη βάση της Πολιτικής Διακήρυξης) για την μελλοντική τους σχέση.
Προς το παρόν, το τοπίο εξακολουθεί να παραμένει θολό μιας και το υφιστάμενο πλαίσιο δεν προσφέρει μια σχηματοποιημένη εικόνα αυτής της σχέσης. Επιπλέον, κανένα από τα υφιστάμενα μοντέλα σύνδεσης (νορβηγικό κ.λπ.) δεν μοιάζει ελκυστικό, καθώς αδυνατεί να συμβαδίσει με τις βρετανικές προσδοκίες για ανεμπόδιστη πρόσβαση στην Ενιαία Αγορά χωρίς το τίμημα της απώλειας μέρους της εθνικής κυριαρχίας, είτε με την μορφή της αποδοχής της ελεύθερης μετακίνησης είτε της υποχρέωσης τήρησης της ενωσιακής νομοθεσίας, χωρίς τη δυνατότητα επηρεασμού του περιεχόμενού της.
Τέτοια διλήμματα ενυπήρχαν διαχρονικά στη βρετανική πολιτική σκέψη, γεγονός που εξηγεί σε ένα βαθμό την διαχρονικά αμφίθυμη στάση της πολιτικής της ηγεσίας απέναντι στην Ευρώπη. Η βρετανική περίπτωση διεκδικεί ίσως το πιο «πικάντικο» κεφάλαιο στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης από πλευράς κράτους-μέλους, ως εκ τούτου, με αφορμή την αποχώρηση του Ην. Βασιλείου, στις παρακάτω γραμμές επιχειρείται ένα “tribute” στην 47χρονη παρουσία του στο ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Η Βρετανική «Ιδιαιτερότητα»
Η βρετανική «ιδιαιτερότητα» εκπηγάζει σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι οι Βρετανοί ανέκαθεν δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ευρωπαίους. Στην απουσία αισθήματος ταύτισης οφείλεται εν πολλοίς και η ασαφής στρατηγική των πολιτικών τους ηγεσιών από τις πρώτες κιόλας προσπάθειες ανοικοδόμησης της μεταπολεμικής Ευρώπης.
Χαρακτηριστική ήταν η θέση του W. Churchill, στην ιστορική του ομιλία στην Ζυρίχη εν έτει 1946, όταν από τη μία καλούσε για την σύσταση «ενός είδους Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», από την άλλη κρατώντας διακριτές αποστάσεις: «Εμείς, οι Βρετανοί έχουμε τη δικιά μας Κοινοπολιτεία». Αυτή αντανακλούσε μια γενικότερη αδυναμία αποσαφήνισης του βαθμού εμπλοκής της χώρας τους, αμφιταλαντευόμενοι μεταξύ της ενσωμάτωσής της σε μια ενωμένη θεσμικά Ευρώπη και, από την άλλη, της διατήρησης του «ειδικού» παγκόσμιου ρόλου της, όπως αυτή συνοψίσθηκε από την θεωρία των «τριών κύκλων»[1].
Ως πάγια θέση, το Λονδίνο υπερθεμάτιζε υπέρ της απελευθέρωσης του εμπορίου, ενός τομέα που η Γηραιά Αλβιώνα διατηρούσε πλεονέκτημα έναντι των αποδυναμωμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Κατά συνέπεια, ένα μοντέλο που θα «αιχμαλώτιζε» την βρετανική οικονομία και θα υπονόμευε τους εξωτερικούς της δεσμούς ήταν μια επιλογή μη συμβατή με τις στρατηγικές της προτεραιότητες[2], εξ’ ού και η απροθυμία της να συμμετάσχει στις προπαρασκευαστικές διεργασίες για την ίδρυση της Ε.Κ.Α.Χ., και της (διαδόχου) Ε.Ο.Κ. λίγα χρόνια αργότερα.
Η τότε βρετανική στάση αντιμετωπίστηκε με προβληματισμό, ενώ είχε στηλιτευτεί και από τον τότε Αμερικανό Υπ. Εξ., D. Acheson, σε σχετική του δήλωση ότι: «Η Μ. Βρετανία έχασε μια αυτοκρατορία και δεν έχει ακόμη βρει ρόλο. Η απόπειρα να παίξει τον ρόλο της ξεχωριστής δύναμης – δηλαδή έναν ρόλο στο περιθώριο της Ευρώπης που θα στηρίζεται σε μια “ειδική σχέση” με τις Ηνωμένες Πολιτείες και στη θέση της ως επικεφαλής μιας Κοινοπολιτείας –… έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του»[3].
Ένας «Γάμος» με πολλά Προβλήματα
Η ένταξη του Ην. Βασιλείου στους κόλπους της Ένωσης φέρνει λίγο κατά νου τους αριστοκρατικούς γάμους από συμφέρον της Βικτωριανής εποχής. Ο βρετανικός πραγματισμός και όχι η συναισθηματική προσκόλληση στην ευρωπαϊκή ιδέα ήταν ο καθοριστικός παράγοντας αυτής της επιλογής. Διαβλέποντας τα οφέλη και τις προοπτικές για την βρετανική οικονομία από την πρόσβαση σε μία διαρκώς αυξανόμενη σε μέγεθος και δυναμική Κοινοτική αγορά όπως επίσης και την αξιοποίηση της Κοινότητας ως όχημα για την ενίσχυση της διεθνής της παρουσίας (σε μια περίοδο όπου η αμερικάνικη ηγεμονία είχε εκτοπίσει τη βρετανική επιρροή), οι Βρετανοί προχωρούν σε μία αλλαγή στρατηγικής, επιδιώκοντας την προσχώρηση στην Ε.Ο.Κ., αποχωρώντας από την Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών που οι ίδιοι είχαν συστήσει ως αντίβαρο το 1960.
Ο «γάμος» τελικώς επιτεύχθηκε εν τέλει το 1973, έπειτα από δύο ανεπιτυχείς προσπάθειες λόγω σθεναρής αντίδρασης από πλευράς de Gaulle με την (επίσημη) αιτιολόγηση ότι το Ην. Βασίλειο εξέφραζε μια «ριζικά εχθρική στάση» απέναντι στο ευρωπαϊκό όραμα. Η θέση αυτή αποδείχθηκε προφητική, καθώς στις επόμενες δεκαετίες η συνύπαρξή του με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωπαϊκής οικογένειας συνοδεύτηκε από εντάσεις και διεκδικήσεις, καθιστώντας σαφές, ότι η χώρα θα παρέμενε μέλος μόνο εφόσον της εξασφαλιζόταν ειδικά προνόμια και εξαιρέσεις[4]. Στη λογική αυτή, οι βρετανικές κυβερνήσεις πέτυχαν σημαντικές παραχωρήσεις όπως οι επιστροφές από την εισφορά τους στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
Καθώς η ενοποιητική διαδικασία άρχισε να επιταχύνεται μέσα από τις αναθεωρήσεις των Συνθηκών (Μάαστιχτ, Άμστερνταμ, Νίκαια), η εξέλιξη αυτή οδήγησε σε μία αναπροσαρμογή της βρετανικής θέσης, μέσω της απαίτησης εξαιρέσεων (“opt-outs”) σε διάφορους τομείς, με πιο χαρακτηριστικές τη μη συμμετοχή στο τρίτο στάδιο της Ο.Ν.Ε. (υιοθέτηση του Ευρώ) και τη μη ένταξη στη ζώνη Schengen.
Πέραν αυτών, συνεπής στην πεποίθηση περί «ιδιαιτερότητας», η βρετανική εξωτερική πολιτική άρχισε σταδιακά να αλλάζει ρότα προς μια ξεκάθαρη στροφή στον «φιλο-ατλαντισμό», με αποκορύφωμα την στάση της Κυβέρνησης Blair κατά την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ (2003).
Η Βρετανική Στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση
Η διαχρονική στάση του Ην. Βασιλείου απέναντι στα ευρωπαϊκό εγχείρημα αντανακλούσε μια αποκλίνουσα αντίληψη όσον αφορά την φύση της σχέσης της χώρας με την υπόλοιπη Ευρώπη: «δεν ενταχτήκαμε στην Ε.Ε. με τις ίδιες πολιτικές στοχεύσεις», ομολογεί ο R. Niblett»[5], επικεφαλής του think tank “Chatham House”.
Η προσέγγιση της βρετανικής ηγεσίας απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα περιστρεφόταν γύρω από το μοντέλο της διακυβερνητικότητας, ήτοι την «καλή τη πίστει ενεργό συνεργασία μεταξύ ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών». Ως εκ τούτου αντιστρατεύονταν κάθε προσπάθεια υπερβάλλουσας συγκέντρωσης ισχύος στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως φάνηκε εξάλλου από τον ρόλο της κατά την σύνταξη της Συνθήκης του Μάαστριχτ στο να διασφαλίσει την – σε διακυβερνητική βάση – ανάπτυξη των πυλώνων της εξωτερικής πολιτικής και της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, αφετέρου την ενσωμάτωση της αρχής της επικουρικότητας, ως εργαλείο για ενδεχόμενο μελλοντικό επαναπατρισμό εξουσιών[6].
Ως προς το εύρος της εμβάθυνσης, η τότε Πρωθυπουργός M. Thatcher διατύπωσε με μεγάλη σαφήνεια τον στόχο της χώρας της: «ολόκληρη τη μεγάλη αγορά και τίποτε πέραν αυτής», η οποία ακολουθήθηκε ως πάγια πολιτική στόχευση (με ελάχιστες αποκλίσεις) από όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις, ανεξαρτήτου κομματικής απόχρωσης. Αυτή ξεδιπλωνόταν στην εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, όπως επιτεύχθηκε με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1986) το περιεχόμενο της οποίας καθορίστηκε σημαντικά από την βρετανική ατζέντα, και την υποστήριξη της διεύρυνσης της Ένωσης που είχε ως αποτέλεσμα τα διαδοχικά κύματα προσχώρησης των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (2004, 2007 και 2013).
Βέβαια, η εξέλιξη της οικονομικής ολοκλήρωσης, με την Κοινή Αγορά να δίνει τη θέση της στην Ενιαία Αγορά της εναρμόνισης και των ενιαίων προτύπων, στρώνοντας τον δρόμο για την νομισματική ένωση, καθώς και οι τάσεις εμβάθυνσης στο πολιτικό πεδίο, οδήγησαν εκ νέου σε μια αναπροσαρμογή στρατηγικής, όπως εκφράστηκε με τον περιώνυμο λόγο του τ. Πρωθυπουργού D. Cameron στο Bloomberg (2013), διαχωρίζοντας τη θέση της χώρας του «από εκείνους που επιθυμούν να οικοδομήσουν μια ολοένα στενότερη πολιτική ένωση».
Το επώδυνο «Διαζύγιο»
Έτσι λοιπόν, η εξασφάλιση της ειδικής, προνομιακής, σχέσης δεν κατέστη τελικά ικανή να «δέσει» το Ην. Βασίλειο στο άρμα της Ένωσης, καθώς η πρόσφατη οικονομική και μεταναστευτική κρίση ενεργοποίησε τον, επί χρόνια υποβόσκοντα, ευρωσκεπτικισμό με πρόταγμα αρχικά τον επανακαθορισμό της θέσης του στην Ευρώπη (μέσα από μια «Νέα Διευθέτηση») και στη συνέχεια, με την απόφαση Cameron να θέσει στην κρίση του βρετανικού λαού την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ε.Ε..
Κάπως έτσι φτάνουμε σε εκείνη την – για τους ένθερμους ευρωπαϊστές – «αποφράδα» ημέρα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου (2016) που συνοδεύτηκε από ένα μίνι πολιτικο-οικονομικό πανικό. Πολλά γράφτηκαν τότε για τους λόγους που έγειραν τελικώς την πλάστιγγα υπέρ της εξόδου. Η αμφισβήτηση (στη βάση μιας στρεβλής αντίληψης περί ανταποδοτικότητας) των οικονομικών ωφελειών από την συμμετοχή της στην Ε.Ε., η αρνητική εικόνα των Ευρωπαϊκών θεσμών, ο φόβος γύρω από τις αυξανόμενες (ενδοικοινοτικές) μεταναστευτικές ροές που απειλούν την εγχώρια αγορά εργασίας (το φάντασμα του «Πολωνού υδραυλικού»), (παραπλανητικά) διλήμματα εθνικής κυριαρχίας και (αντι)παγκοσμιοποίησης, για να αναφέρουμε μερικούς από αυτούς. Ζητήματα τα οποία κεφαλαιοποίησε η καμπάνια του “Leave”, μαζί με λίγη δόση λαϊκισμού (όπως το κεντρικό σύνθημα για μια νέα «ημέρα ανεξαρτησίας») και ψευδών επιχειρημάτων (ποιος μπορεί να ξεχάσει το κόκκινο λεωφορείο με το περιβόητο σύνθημα για τα εκατομμύρια που δίνονται «χωρίς αντίκρισμα» στην Ε.Ε. αντί να κατευθυνθούν στο εθνικό σύστημα υγείας, το οποίο βέβαια διέψευσε την επόμενη μέρα ένας εκ των ηγετών του “Leave” και απ’ τους πλέον γραφικούς πολιτικούς, N. Farage).
Οι διαδικασίες της αποχώρησης ξεκίνησαν επισήμως με την σχετική επιστολή για την ενεργοποίηση του άρθρου 50 Σ.Ε.Ε., εγκαινιάζοντας έναν μακρύ, δύσκολο και επώδυνο (όπως αποδείχθηκε για τους Βρετανούς) γύρο διαπραγματεύσεων για τους όρους του «διαζυγίου» που κράτησε σχεδόν τρία χρόνια, με τρεις διαδοχικές αναβολές και πολυάριθμες πολιτικές αναταράξεις (δύο παραιτήσεις Πρωθυπουργών, πρόωρες εκλογές, πολλαπλή απόρριψη της αρχικής Συμφωνίας από την Βουλή των Κοινοτήτων κ.ο.κ.), διαψεύδοντας τους πανηγυρισμούς των επιφανών “Brexiteers” (ανάμεσά τους και ο νέος ένοικος της Downing Street – και εξίσου γραφικός – B. Johnson) ότι θα επρόκειτο για μια εύκολη υπόθεση. Προς απάντηση αυτού, ο τότε Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, D. Tusk, είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι «δεν θα υπάρξουν γλυκά στο τραπέζι, για οποιονδήποτε, θα υπάρχει μόνο αλάτι και ξύδι».
Καλύτερα Μαζί ή Χώρια;
Κατά κανόνα, σε επίπεδο διεθνών σχέσεων ένα «διαζύγιο» πάντοτε βαίνει εις βάρος και των δύο πλευρών. Στην προκείμενη περίπτωση, η απώλεια του προστατευτικού ευρωπαϊκού μανδύα φέρνει τους Βρετανούς ενώπιων τεράστιων προκλήσεων καθώς στο παγκοσμιοποιημένο σύστημα του αχαλίνωτου ανταγωνισμού δύσκολα μπορεί να επιβιώσει μια χώρα μόνη της, ακόμα και αν έχει το μέγεθος και το ειδικό βάρος του Ην. Βασιλείου. Από την άλλη, η απώλεια για την Ε.Ε. ενός από τα μεγαλύτερα πληθυσμιακά και ισχυρότερα εμπορικά και διπλωματικά της μέλη καθιστά τον στόχο της καθιέρωσή της ως παγκόσμια «ήπια» δύναμη στο διεθνές στερέωμα να απομακρύνεται σημαντικά.
Πέραν αυτού, το Brexit συνδέθηκε στενά με το μέλλον του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Δεδομένης της παρούσας συγκυρίας, όπου η Ευρώπη αγωνίζεται να διαχειριστεί τις πολλαπλές της κρίσεις υπό την πίεση ενός αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού, πολλοί αναλυτές διείδαν αρχικά στο Brexit την αρχή ενός «ντόμινο αποχωρήσεων» (υπενθυμίζονται τα καλέσματα για ανάλογα δημοψηφίσματα από τους επικεφαλής των εθνικιστικών κομμάτων M. Le Pen και G. Wilders σε Γαλλία και Ολλανδία αντίστοιχα λίγα χρόνια νωρίτερα). Βέβαια, η εξέλιξη των διαπραγματεύσεων έχει αποθαρρύνει πλέον τέτοιες δυναμικές.
Εξάλλου, δεν πρέπει να λησμονείται η ιδιαιτερότητα της βρετανικής περίπτωσης, η οποία, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη που παρουσιάζουν ένα μεγαλύτερο βαθμό αφοσίωσης στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, η συμπεριφορά της συχνά χαρακτηριζόταν από μία αίσθηση μιας «ναρκισσιστικής θυματοποίησης»[7], δηλαδή μια διάχυτη αντίληψη ότι μόνο το Ην. Βασίλειο υπέφερε από τη δράση της Ε.Ε.
Υπό το πρίσμα αυτό, η αποχώρηση ενός κατεξοχήν «προβληματικού» εταίρου ίσως να λειτουργήσει θετικά για την μελλοντική πορεία της Ε.Ε., απελευθερωμένη πια από τα συνεχή εμπόδια που έθετε η εν λόγω χώρα σε οποιαδήποτε πρωτοβουλία για περισσότερη ολοκλήρωση που θα την προετοίμαζε καλύτερα για τα οικονομικά και πολιτικά «τσουνάμι» που θα επακολουθούσαν. Η άποψη αυτή, αν και διαθέτει λογικά ερείσματα, εντούτοις δείχνει να αγνοεί κάποιες άλλες βασικές παραμέτρους που επηρεάζουν (θετικά ή αρνητικά) την εξέλιξη της ενοποιητικής διαδικασίας. Αυτό ίσως σε ένα επόμενο άρθρο…
———-
[1] Η θεωρεία των «τριών κύκλων» αναπτύχθηκε από τον Churchill, στο συνέδριο του Συντηρητικού Κόμματος στο Llandudno (1948) και αφορούσε το σύνολο των αγγλόφωνων χωρών (Η.Π.Α., Αυστραλία κ.λπ.), την Κοινοπολιτεία και την Ευρώπη, στην τομή των οποίων βρισκόταν, κατά τον ίδιο, το Ην. Βασίλειο.
[2] Χ. Τσαρδανίδης, “Ευρωπαϊκή ενοποίηση στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία”, κεφάλαιο στον Ν. Μαραβέγιας, “Ευρωπαϊκή Ένωση, δημιουργία, εξέλιξη, προοπτικές”, 2016, σελ 39.
[3] B. Cassen, “Η βρετανική κληρονομιά της Ευρώπης”, άρθρο στην Le Monde GR, 25/09/2016.
[4] M. Somai, Z. Biedermann, “Brexit: Reasons and Challenges”, 2016, σελ 139.
[5] Στον J. McBride, “The Debate over Brexit”, 2016, σελ 1.
[6] J. Bradbury, “The European Union and the contested politics of ever closer union”, 2009, σελ 23-4.
[7] Σχόλιο Ολλανδού σχολιαστή σε συζήτηση αναφορικά με την συμμετοχή του Ην. Βασιλείου στην Ένωση, στον O. Tim, “Never mind the Brexit? Britain, Europe, the world and Brexit”, 2017, σελ 5.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Εφημερίδα «Γνώμη»