Του Σοφοκλή Γεωργίου
Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας έρχεται αντιμέτωπη με μια έντονη προκλητικότητα από πλευράς Τουρκίας, η οποία με τον Ερντογάν στο τιμόνι της ασκεί συνειδητά μια επιθετική εξωτερική πολιτική εναντίον της Ελλάδας απειλώντας να παραβιάσει τα αναγνωρισμένα από το Διεθνές Δίκαιο κυριαρχικά μας δικαιώματα.
Ο Ερντογάν μάλιστα δείχνει πως δεν έχει σκοπό να σταματήσει αυτή τη πολιτική αλλά πολύ περισσότερο να την εντείνει με την φιλοδοξία πιθανότατα να μας σύρει κάποια στιγμή σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων υπό τους δικούς του όρους. Κάτι τέτοιο είναι δεδομένο πως πρέπει να αποφευχθεί.
Τις προηγούμενες μέρες η κυβέρνηση της ΝΔ με πρώτο τον πρωθυπουργό επικοινωνούσε στον ελληνικό λαό πως κατόρθωσε να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές διαφορές σε ευρωτουρκικές και ότι αναμένονται κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση κατά της Τουρκίας για τις συνεχείς της προκλήσεις προς την ελληνική πλευρά. Παρά ταύτα η Σύνοδος Κορυφής ολοκληρώθηκε και η Ε.Ε. για άλλη μια φορά δεν επέλεξε τον πολυπόθητο για την Ελλάδα και την Κύπρο δρόμο των κυρώσεων κατά του ταραχοποιού της περιοχής. Με απλά λόγια δεν θα επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία. Ούτε ήπιες, ούτε σκληρές. Παραπέμπονται αόριστα για το μέλλον ανοίγοντας τον δρόμο για νέες προκλητικές κινήσεις εις βάρος μας.
Η ελληνική κυβέρνηση σε ρόλο παρατηρητή αποδεικνύεται για άλλη μια φορά άτολμη χωρίς στρατηγικό σχέδιο για διαφορετική έκβαση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ο πρωθυπουργός ευελπιστούσε σε κυρώσεις όμως έδειξε εκ νέου πως δεν είχε στρατηγική και πως δεν ήταν ικανός να προωθήσει τα ελληνικά συμφέροντα. Το κακό δεν σταματάει εδώ. Η κυβέρνηση δεν απέρριψε την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δεν έθεσε βέτο και η Ελλάδα έδειξε ξανά ένα υποχωρητικό πρόσωπο. Η υποχωρητικότητα αυτή μας έχει κοστίσει ακριβά.
Ο πρωθυπουργός εξ αρχής θέλησε να αναλάβει μόνος του εξ ολοκλήρου αυτός και η κυβέρνηση την διαχείριση των ελληνοτουρκικών. Το Κίνημα Αλλαγής ζητούσε Συμβούλιο πολιτικών αρχηγών για συμφωνία σε κόκκινες γραμμές και συγκεκριμένες συνέπειες αν υπερβούν αυτές. Η ελληνική κυβέρνηση είναι φανερό πως δεν έχει ορίσει κόκκινες γραμμές αλλά λειτουργεί βλέποντας και κάνοντας, τρέχοντας πίσω από τις εξελίξεις και όχι προβλέποντας τες.
Τα εθνικά θέματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με υπευθυνότητα και όχι με λεονταρισμούς όπως εξαγγελίες για επέκταση των χωρικών υδάτων προς δυσμάς από 6 ναυτικά μίλια σε 12 την ώρα όπου νοτιοανατολικά το Oruc Reis βρισκόταν εντός ελληνικής υφαλοκρηπίδας και πολύ κοντά στα 6 ναυτικά μίλια από το Καστελλόριζο. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε αυτό τον δρόμο μην επιλέγοντας να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τους πολιτικούς αρχηγούς. Έτσι βρίσκεται προ των ευθυνών του και οφείλει να λογοδοτήσει στον ελληνικό λαό για αυτή την εθνική αποτυχία στο πιο κρίσιμο ίσως ζήτημα εξωτερικής πολιτικής.
Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε τον πρωθυπουργό ως υπαίτιο για την εξέλιξη αυτή. Ο ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος επί κυβέρνησης του υπογράφηκε η Κοινή Δήλωση μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας η οποία έδωσε ολοκληρωτικά τα κλειδιά του προσφυγικού-μεταναστευτικού στον Ερντογάν. Το αποτελέσματα αυτής της Δήλωσης τα βιώνουμε καθημερινά έχοντας χιλιάδες ανθρώπους εγκλωβισμένους στη χώρα σε απάνθρωπες συνθήκες. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε θέσει βέτο. Ωστόσο σήμερα ζητά από τη κυβέρνηση να απορρίψει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Πρόκειται λοιπόν για την έκδηλη πλέον ανικανότητα και ατολμία των μεν και την υποκρισία των δε.
Το Κίνημα Αλλαγής ασκεί υπεύθυνη αντιπολίτευση και είναι σταθερό στις θέσεις του για τα ελληνοτουρκικά από τη πρώτη στιγμή. Απαιτείται εθνική γραμμή με μεγαλύτερη πίεση προς την Ε.Ε. για άμεση επιβολή σκληρών κυρώσεων, χάραξη κόκκινων γραμμών και αρραγές εσωτερικό μέτωπο έτσι ώστε να δοθεί μήνυμα στον ελληνικό λαό πως η Ελλάδα δεν εκφοβίζεται αλλά και ξεκάθαρο και ηχηρό μήνυμα στην Τουρκία πως αν υπερβούν οι κόκκινες γραμμές και απλώσει το δάχτυλο στα κυριαρχικά μας δικαιώματα θα είμαστε έτοιμοι να της το κόψουμε.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο The Caller